-
1 σοβέω
A scare away birds,ἡμεῖς δὲ.., οὐ σοβοῦντος οὐδενὸς ἀνεπτόμεσθ' Ar.Av.34
; ἐπειδὴ τουτονὶ σεσοβήκαμεν (just above he had been called στροῦθος) Id.V. 211;σ. τὰς ἀλεκτρυόνας Pl.Com. 20
; οὐ σοβήσετ' ἔξω τὰς ὄρνιθας ἀφ' ἡμῶν; Men.167; ;μυίας Thphr.Char.25.5
; drive along, ὥσπερ αἰπόλιον.. αὐτοὺς τῇ ῥάβδῳ ς. Luc.Cat.3; ἔχοντες ξύλα σοβοῦσι τὴν ὕλην they scare the wood (i.e. beat it so as to put up the birds), Arist.HA 620a35.2 generally, drive away, clear away,τὴν κόνιν X.Eq.5.5
:— [voice] Pass.,τὰς ἄλλας φροντίδας.. σεσοβῆσθαι Hp.Ep.12
.II move rapidly or violently (cf.σοβαρός 1
and κυκλοσοβέω) , σ. τὴν κύλικα push about the bottle, Philostr.Jun.Im.3.2 metaph., ὁ παῖς σοβείτω τοῖς ποτηρίοις let him ply [ the guests] with cups (cf.πατάσσω 11.2
), Amphis 18.3 metaph. also in [voice] Pass., to be agitated, excited, Philostr.VS1.21.5;σεσόβηται ἐρωτικῶς Id.Im.1.8
; γυνὴ σεσοβημένη 'forward' (of Opinion personified), Hp.Ep.15;σεσοβημένος οἴστρῳ AP6.219
(Antip.); σες. πρὸς δόξαν all in a fever for glory, Plu.Pomp. 29;σες. περί τι Ph.1.131
; ῥυθμὸς σες. hurried, wild, Longin.41.1;σες. κίνησις Ph.2.267
.III intr., walk in a pompous manner, strut, swagger,διὰ τῆς ἀγορᾶς σοβεῖ D.21.158
;σοβοῦντες ἐν ὄχλῳ προπομπῶν Plu.Sol.27
;μεθ' ὅσης θεραπείας καὶ παρασκευῆς ἐσόβει Alciphr.1.38
; off with you!Luc.
DDeor.24.2;σ. παρὰ τὸν Δρύαντα Longus 3.29
. (Causative of σέβομαι, q.v.)
См. также в других словарях:
σοβώ — σοβῶ, έω, ΝΑ νεοελλ. βρίσκομαι σε λανθάνουσα κατάσταση, υποβόσκω, επίκειμαι αρχ. 1. διώχνω πτηνά («σοβεῑν τὰς ἀλεκτρυόνας», Πλάτ.) 2. απαλλάσσομαι από κάτι, απομακρύνω γρήγορα (α. «δεῑ τὴν τρίχα σοβεῑν τὴν κόνιν», Ξεν. β. «τὰς ἄλλας φροντίδας...… … Dictionary of Greek